- παρέχουσι
- παρέχωhand overpres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)παρέχωhand overpres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
пода˫ати — ПОДА|˫АТИ (233), Ю, ѤТЬ гл. 1.Вручать; давать, подавать, подносить: гл҃а томѹ блаженыи… иди и носи ѥлико ти на трѣбѹ кънѧзю и сѹщиимъ съ нимь. и ѥще же и братии подаи ѿ нѥ||гоже пиють. се бо бл҃гословлѥниѥ б҃иѥ ѥсть. ЖФП XII, 54а–б; вижю ѥго… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
παρέχω — ΝΜΑ 1. δίνω κάτι σε κάποιον, εγχειρίζω («δῶρα μέν, αἰ κ ἐθέλησθα, παρασχέμεν», Ομ. Ιλ.) 2. προμηθεύω, χορηγώ 3. προξενώ, προκαλώ (α. «η παρουσία σου μάς παρέχει ευχαρίστηση» β. «ἀλλήλησι γέλω τε καὶ εύφροσύνην παρέχουσι», Ομ. Οδ.) 4. προσφέρω (α … Dictionary of Greek
παρέχουσ' — παρέχουσα , παρέχω hand over pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) παρέχουσι , παρέχω hand over pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) παρέχουσι , παρέχω hand over pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αννώνα — (AM ἀννώνα κ. ἀννώνη κ. ἀννόνα) μσν. νεοελλ. προμήθειες, σοδειά «έχει την αννώνα του» (Χαλκιδική, Άθως) έχει προμήθειες τροφίμων, κυρίως σταριού, για να περάσει τη χρονιά του (αρχ. μσν.) σιτηρέσιο, ετήσιο βοήθημα που δινόταν από τον αυτοκράτορα… … Dictionary of Greek
κυαμών — κυαμών, ῶνος, ὁ (Α) τόπος, αγρός όπου φύονται κύαμοι («οἱ κυαμῶνες ἡδεῑαν ὄψιν παρέχουσι», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύαμος + κατάλ. ων] … Dictionary of Greek
ναυλώνω — και αναυλώνω (ΑΜ ναυλῶ, όω, Μ και ναυλώνω) [ναύλον] 1. (για πλοιοκτήτη) παρέχω το πλοίο μου για τη μεταφορά προσώπων ή φορτίου αντί χρηματικού ποσού, εκμισθώνω το πλοίο μου σε κάποιον («οἱ τὰ πλοῑα ναυλοῡντες ὅ, τι ἂν φέρῃ τις ἐμβάλλεσθαι… … Dictionary of Greek
τερατεία — ἡ, Α [τερατεύομαι] 1. αφήγηση τερατωδών, θαυμαστών και αλλόκοτων συμβάντων, τερατολογία (α. «νοῡν ἡμῑν παρέχουσι καὶ τερατείαν», Αριστοφ. β. «ουδὲ τοὺς τερατείας καὶ ψευδολογίας μεστούς», Ισοκρ.) 2. φανταστική ιστορία, παραμύθι 3. μαντική 4. φρ.… … Dictionary of Greek